- πολυκάματος
- -ον, Α(κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φώτ.) «πολύκμητος».[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κάματος «εργασία, μόχθος» (πρβλ. ευ-κάματος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκάματος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκάματον — πολυκάματος masc/fem acc sg πολυκάματος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαμάτοις — πολυκάματος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek